“Ας έφευγε επιτέλους η σκοτεινή πλευρά του δρόμου και όλα τα σκοτεινά σοκάκια, ας έφευγαν οι σκοτεινές σκιές που γυρνούν αυτή την ώρα, να φύγουν. Το σκοτάδι το φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω για πολύ ακόμη.” Τέτοια ένιωθε ο έφηβος σκύλος ΚRΡ/Ι-14 και τον βασάνιζαν. Σε εκείνη την ασταθή νησίδα ζωής που του χάρισε η Συγκυρία, σε μια ιδιότυπη ασφάλεια φαινομενικής συμπόρευσης με άλλους τρεις σκύλους – πλουσιότερους σε μέρες ζωής – κρυβόταν πίσω από εκείνες τις αχρείαστες οξειδωμένες λαμαρίνες. μήπως καταφέρει να ξεκουραστεί, μήπως βρει το θάρρος να συνεχίσει να ζει.
Ζει εδώ κάμποσο καιρό, σε κάτι σαν μηχανοστάσιο σε ένα ξεχασμένο λιμάνι – σε ένα ελάχιστο μα αλαλάζον αποτύπωμα του πληθωριστικού ανθρώπινου περάσματος από τη Γη. Οι άλλοι τρεις σκύλοι είναι ο CG/IIX-27 , o VF/VI-45 και η JR/III-32. Κοιμούνται εκεί, ξυπνούν εκεί αρκετές μέρες ζωής και αυτό που τους κρατά εκεί και περιμένουν είναι ένας άνθρωπος, ο Άνταμ. Ο Άνταμ που τους νοιάζεται πολύ.
Ο Άνταμ τους επισκέπτεται δύο ή τρεις ή πέντε φορές κάθε μέρα ζωής και τους εξασφαλίζει νόστιμες μερίδες φαγητού. Όταν ο Άνταμ κάνει και απομακρύνεται και φεύγει, στον νου των τεσσάρων σκύλων σκόρπιες πετούν επίμονες λιβελούλες κατήφειας και απαισιοδοξίας – που τις ρουθουνίζουν μονάχα οι σκύλοι με τέτοιο απρόσκοπτο τρόπο. Ποιός αλήθεια να γνωρίζει αν ο Άνταμ θα τα καταφέρει και την επόμενη φορά; Ο CG/IIX-27 , o VF/VI-45, η JR/IIII-22 αλλά και ο νεαρός ΚRΡ/Ι-14 αμφιβάλουν γραπωμένοι στο σθένος της Θέλησης. Οι σκύλοι βλέπεις ζουν στο Θαύμα.
“Είμαι σχεδόν σίγουρος… ο Άνταμ θα τα καταφέρει και θα έρθει και πάλι όταν θα μυρίζει όπως μυρίζει ένα πρωινό, όπως μυρίζει το απόγευμα και όταν θα μυρίζει όπως μυρίζει το σκοτάδι θα έρθει ξανά. Και όπως μυρίζει η αρχή της κάθε μέρας και πάλι θα έρθει, όταν θα μυρίσει όπως μυρίζει το απόγευμα και όταν θα μυρίσει όπως μυρίζει το σκοτάδι και πάλι…” Τέτοια ένιωθε και καθησυχαζόταν ο πιο σκεπτικός και πλουσιότερος σε μέρες ζωής σκύλος, o VF/VI-45. Ανέμενε το Θαύμα που εκκρεμούσε και αναλογούσε και στην υπομονή και στο πείσμα ενός σκύλου. Κάθε μια φορά και από ένα Θαύμα. Και η κάθε επόμενη φορά κουβαλά τον ενθουσιασμό, την επιβεβαίωση της Πίστης και οπωσδήποτε την ανυπομονησία της πρώτης φοράς. Και εκείνη η πρώτη φορά είναι η μόνη ικανή να διατηρεί και να φροντίζει τις αναμνήσεις. Χωρίς τις αναμνήσεις σβήνει το Αρχικό, έπειτα σκουριές, φωτιές, αγκάθια και κιτρινισμένα φύλλα βελανιδιάς.
Οι σκύλοι δεν ζουν χωρίς τους ανθρώπους. Δεν τα καταφέρνουν. Τους ανθρώπους πλέον οι τέσσερις αυτοί σκύλοι δυστυχώς τους φοβούνται. Και έχουν τους λόγους τους. Σημάδια φτιάχνει και αφήνει πίσω της η Ζωή. Την προστασία της μητέρας τους οι τέσσερις σκύλοι σε εκείνο το λιμάνι την στερήθηκαν ολότελα, από την αρχή. Όλα τα υπόλοιπα αδέρφια που είχαν – για παράδειγμα λένε ότι ο CG/IIX-27 είχε πέντε ή έξι αδέρφια που βρέθηκαν πεταμένα χωρίς ζωή αγκαλιασμένα στο πάτο κάποιου, γειτονικού του λιμανιού, κάδου- δε τα ρουθούνισαν δυστυχώς ούτε ρουθουνίστηκαν από αυτά. Η Ζωή τους τρόμαξε νωρίς. Αν προλάβαιναν κάπως όλοι οι σκύλοι να φτάνουν στην ηλικία της JR/III-22 χωρίς να τρομάξουν πάρα πολύ, δεν θα τρόμαζαν ποτέ ξανά. Τώρα, οι αντοχές τους φτάνουν και δεν φτάνουν. Χρειάζονται οπωσδήποτε μια ασφαλή, σταθερή κρυψώνα και μια Ζωή με φωτεινά γεμάτα περιπέτειες μονοπάτια. Για την ώρα, αρκούνται να πολεμούν μια – μέχρι τέλους – αδιάλειπτη μάχη με την Ανασφάλεια.
Βλέπεις, η άστεγη ζωή είναι άλλη απ’την ελεύθερη, η μοναξιά διαφορετική απ’την αυθυπαρξία. Η άστεγη ζωή είναι η αποδοχή μιας ήττας σε μια πάλη της φωτεινής Θέλησης με το σκοτεινό Μοιραίο. Ζει και αναβλύζει ακόμη μέσα τους η Προσμονή και έτσι τα καταφέρνουν. Είναι δυνατοί, όσο παραμένουν ζωντανοί. Ο Άνταμ θα έρθει.